- χαμερπῶς
- χαμερπήςcrawling on the groundadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαμερπώς — χαμερπῶς ΝΜΑ βλ. χαμερπής … Dictionary of Greek
χαμερπής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής 2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος» 2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος β) εκκλ. εγκόσμιος. επίρρ... χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
ερπύζω — (AM ἑρπύζω) [έρπω] έρπω* μσν. σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς αρχ. 1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι… … Dictionary of Greek